αγυρτικός

αγυρτικός
-ή, -ό (Α ἀγυρτικός, -ή, -όν) [ἀγύρτης]
αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν
απάτη, απατεωνιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγυρτικός — vagabond masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγυρτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αγύρτη: Μεταχειρίστηκε αγυρτικές μεθόδους για να πετύχει τους σκοπούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγυρτικά — ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc pl ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc/acc dual ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικῶν — ἀγυρτικός vagabond fem gen pl ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικόν — ἀγυρτικός vagabond masc acc sg ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικαῖς — ἀγυρτικός vagabond fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικαί — ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικοῦ — ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικούς — ἀγυρτικός vagabond masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτικῆς — ἀγυρτικός vagabond fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”